Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

Ανεξάντλητο Αναποδογύρισμα

Κοιτούσε το δρύινο ρολόι που βρισκόταν μέσα στη σκιά. Το βλέμμα του εκλιπαρούσε για έναν ήχο. Μια απόκοσμη αφή τυρανούσε το μυαλό του.
Τα θέλω του.
Σκονισμένα έπιπλα κοσμούσαν την ύπαρξή του. Αξιόπιστη εικόνα για την διάθεσή του σκέφτηκε. Το μυαλό και τα θέλω είχαν γίνει ένα. Τα απλωμένα χέρια ήταν κενά. 
Ρεύμα ασήκωτο διαπέρασε το θύμα του.
Άκουσε το γέλιο της σαν από μακριά.
Σήμερα την μισούσε με όλο του το είναι. Ήξερε ότι θα περάσει αυτό το κύμα και πάλι ξανά τα ίδια. Ίσως ερχόταν και η στιγμή που θα ήθελε να την εκδικηθεί για πάντα. 
Τα θέλω του η ύπαρξη και ο κόσμος το πνεύμα, κάπου αόρατο.
Αλλόκοτες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του και καταλάγιασαν μες το ταξίδι τής σκέψης και του χρόνου.
Ανέμελο πνεύμα η ψυχή της.
Μακρινός ορίζοντας τα δικά της θέλω ακόμη και γι' αυτήν. Λατρεύει το κύμα και τον δημιουργό της και η καταιγίδα της δημιουργεί μια  δαιμονισμένη χαρά επιβίωσης.
Σηκώθηκε και άγγιξε τα γράμματα στην ράχη κάποιων βιβλίων της βιβλιοθήκης, αδιάβαστα ακόμη. Μπρούντζινοι δίσκοι κρεμόντουσαν στους τοίχους.
Το καθένα με μια αφήγηση...

Μέθη και ζάλη την στριφογύριζαν στους τέσσερις τοίχους του δωματίου. Το δέρμα της της θύμιζε τον ουρανό ανακατεμένο. Μέσο για να νιώθει ότι αιωρείται. Λεπτές γραμμές χάραζαν όλο της το σώμα θυμίζοντάς της πλήκτρα ενός πιάνου, αρκούσε να τις αγγίξεις για να βγάλουν τον ήχο τους.
Για δες πως το μυαλό επικεντρώνεται σε ένα σημείο και κατευθύνει το μυαλό αλλού σκέφτηκε, μια όαση πνεύματος, μακριά από όλους. Σε ένα δωμάτιο προσπαθεί να γεμίσει την ώρα της με χειροπιαστές πράξεις και αντί αυτού ταξιδεύει . Χαμένα αρώματα και χρώματα από το παρελθόν προσκρούουν με σημερινές βλέψεις και επιθυμίες μιας γυναίκας που χρειάζεται ελάχιστα για να επιβιώσει είτε ηδονικά είτε μοναχικά.. Αρκεί η ύπαρξή της για να επιβιώσει.
Ποιος μίλησε για φως; Το φως της θυμίζει τα συμφέροντα του κόσμου τα οποία αποκτούν αφή με το φως. Αγαπούν το φως γιατί μπορούν να χαϊδεύουν ότι αγγίζει. Προκαλούν στην ψυχή λύπη και στα σώματα πόνο. Με το φως. Μιλούν για περισσότερη ζωή. Μια ακόμη ζωή. 
 Μέσα στην ζάλη της κλότσησε ότι εμπόδιο υπήρχε στο κρεβάτι της για να απελευθερωθεί και συνέχισε το ταξίδι του μυαλού και του σώματος, δίχως αύριο.
Έγδυσε το μυαλό της και βυθίστηκε στο σκοτάδι...


Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

Η Κατάλληλη Στιγμή

Όταν το φως μετατρέπεται σε μύθο
Μόνος φίλος μου το δαίδαλο μονοπάτι
μακριά από γνώριμα πρόσωπα.
Ο χρόνος είναι σχετικός;
Μα οι μικρότεροι, αστείρευτα τα θέλω τους.
Να προλάβουν.

Η λογική;
Βοηθός ή χάνω τις δυνάμεις μου;
Δύο αγγίγματα μακριά...

Μην αφήσεις.

Αυτή είναι.
Φως.

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

Τρεις και Τρία Λεπτά

Μονάχα την κίνηση. Της φυγής, της απάθειας, της αμέλειας γιατί έτσι βόλευε, της δύναμης της θέλησης γιατί έτσι ήταν η στιγμή. Την κίνηση του αποχαιρετισμού και εκείνη σημειωμένη στο μπλοκάκι της. Γιατί η μνήμη ζει παράλληλα με το τώρα και το σήμερα και δημιουργεί μια τρίτη διάσταση αν το επιθυμεί, πιο φανταστική και σκοτεινή δίχως τέλος και κατάληξη.

Κοιτάζει γύρω της. Τα πάντα κινούνται παράλληλα και όμοια. Παρατημένα συναισθήματα. Ίδια πάθη κατακλύζουν τον άγνωστο άγνωστη που διασταυρώνονται. Κοιτάζει γύρω της και βλέπει βλέμματα που αναγνωρίζει. Δεν έχει παρά να θυμηθεί την χθεσινή, περσινή εικόνα στον καθρέφτη της.  Μήπως να δημιουργήσω ένα καινούργιο συναίσθημα σκέφτηκε; Γίνεται; Καινούργιες λέξεις δημιουργούνται κάθε μέρα.

Πέντε γυναίκες είναι ερωτευμένες με τον ίδιο άντρα. Αυτός; Γι' αυτόν δεν σημαίνει καμία τίποτα. Ένα πέρασμα. Είναι αδιάφορος. Γέλασε και θυμήθηκε το βραδινό ξέσπασμα της φίλης Αρετής.
- Δηλαδή για κάθε έναν αδιάφορο υπάρχουν και πέντε ερωτευμένοι;

Κάπως έτσι θα είναι κατέληξε. Αισθήματα εγκλωβισμένα που απελευθερώνονται και εξωκύλουν πως να φωλιάσουν σε ένα άλλο κορμί; Κάποια στιγμή αποχωρίζονται ή δεν πλησιάζουν ποτέ. Εσύ την απόγνωση και αυτός την ατέρμονη όψη του καινούργιου.
Μνηστής της ζωής. Καταπακτή της λύπης.
Στην καταπακτή βλέπεις μόνο τον ουρανό. Γύρισε τα μάτια της προς τα πάνω και το ταβάνι έγινε ο ουρανός όπως άλλωστε είναι για τους λαβωμένους του πάθους. Σκέφτηκε τον Λύκο...

Μόνο η στιγμή είναι για πάντα που την επικαλείται η μνήμη...

Δεν νοιάζομαι για κάποιον σκέφτηκε; Όχι.

Έπλεξε τα δάκτυλά της και επικεντρώθηκε στην σκήνη μπροστά της. Η καρέκλα κούτσαινε με κάθε κίνησή της.
Έμεινε ακίνητη.
Αργούσε ο σκηνοθέτης...

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

Η ΑΠΟΤΥΧΙΑ

Ανατροφή δίχως παγίδες κόσμους έρπει και φαντάζει ιδεατός. Κυνηγημένος της τύχης δρόμους υπερβαίνει, χλευασμοί δεξιόστροφα.
Μικροί ήχοι μακρινών βότσαλων περιέβαλλαν το σκηνικό δίπλα στη θάλασσα. Τα δύο πρόσωπα κοιτάζονταν σιωπηλά μες τη φυγή τους. Το κέρασμα της νύχτας άφηνε σταγόνες προσμονής μιας καταιγίδας...



Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

Λύκος και Πασμίνα

Βγαίνοντας έξω τα ρουθούνια του κυρίου άλλαξαν κατεύθυνση. Έσπειρε λίγο σήμα εγωισμού προς τα άνω, όποιος κι αν ήταν ο κριτής αυτού του σύμπαντος και επέβαλλε στον εαυτό του λίγη περιφρόνηση για την δεσποινίδα με το λευκό πουκάμισο. Λες και δεν υπήρχαν άλλες σκέψεις να κάνει, παρά να ασχοληθεί με την ματαιότητα της φούσκας ονείρου που είχε πλάσει για τον εαυτό της. Αυτό το συναίσθημα ανέμελης ερωτευμένης που καθιερώνεται στα μάτια της λες και της ανήκεις. Τρία χρόνια μπαινόβγαινε στο κατάστημα αντικέ για να εμπλουτίσει την συλλογή του. Ένα πάθος για παλιά αντικείμενα, παλιές σκέψεις. Ένα έπιπλο ήταν πιο σημαντικό εάν είχε χρησιμοποιηθεί και δεχτεί την φροντίδα μιας ψυχής. Τα μάτια του Λύκου έπεσαν πάνω στο τζάμι με την εσωτερική γωνία της βιτρίνας να δημιουργεί μια παράξενη σκιά στο υποφωτισμένο εργαστήριο. Πλησίασε. Ήταν μια παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία, μια γυναίκα άγνωστη και όμορφη. Ένα ρεύμα αέρος πάγωσε το πιγούνι του κάνοντάς τον να νιώσει ότι τον είχαν αγγίξει κάμποσες μύγες μα δεν υπήρχε καμία. Μια ανάμνηση χαμένης ελπίδας του θύμισε η ασπρόμαυρη φωτογραφία. Την αγόρασε και σκέφτηκε ότι θα ήταν κατάλληλη για το εσωτερικό ενός συρταριού που σπάνια άνοιγε καθώς ανοιγόκλεινε δύσκολα και έτριζαν οι γωνίες του. Η Νταίζη τον κοίταξε μια τελευταία φορά και ένιωσε η ξεγνοιασιά του να ξαναχάνεται και να του ορμά μια δόση αγανάκτησης. Άλλη θέλω σκέφτηκε αλλά χάνεται σαν μια σταγόνα νερού στον ήλιο. Έξω ο πάγος σε έκανε να νιώθεις μια εσωτερική σκληρή ζέστη. Το σώμα προσπαθούσε να αντεπεξέλθει στην ρουτίνα του καιρού. Πότε είχε χαμογελάσει τελευταία ο Λύκος; Θυμήθηκε τα λευκά της καλσόν με τις κόκκινες βούλες. Αυτός δεν ήθελε κανέναν. Σήμερα ήταν ψυχρός, αύριο μπορεί να ζεσταινόταν η ψυχή του αλλά μόνο για λίγο. Κάθε καινούργια πρόσκληση και επιλογή μικρής νεράιδας ήταν δανεική, για αυτήν πάντα, γιατί ο Λύκος ξεκαθάριζε στον εαυτό του ότι μία μόνο είχε σημασία. Βέβαια αυτό δεν το ψιθύριζε στο αυτή της κοπελιάς, αυτή άκουγε άλλα πράγματα. Μετά ακολουθούσαν ο εμπαιγμός, τα παρακάλια, αλλά αυτός εφάρμοζε μια τακτική σιωπής. Εάν ήταν σοβαρή η περίπτωση της κοπελιάς μπορεί να διαρκούσαν και δύο χρόνια τα παρακάλια της για αιώνια τωρινή ευτυχία. Αλλά πως; Ήταν άνθρωπος που του άρεσαν τα βήματα ο Λύκος. Μόνο η Πασμίνα είχε λιμνάσει στο μυαλό του και εκεί ήθελε να μείνει. Δικός του ο λογαριασμός όσο κι αν έπεφτε για την περίπτωσή της. Ένιωθε ζωντανός χάρη σε αυτήν και της παραξενιές της. Μια απρόσιτη συμπεριφορά που κυβερνούσε τους πάντες.......