Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

Λύκος και Πασμίνα

Βγαίνοντας έξω τα ρουθούνια του κυρίου άλλαξαν κατεύθυνση. Έσπειρε λίγο σήμα εγωισμού προς τα άνω, όποιος κι αν ήταν ο κριτής αυτού του σύμπαντος και επέβαλλε στον εαυτό του λίγη περιφρόνηση για την δεσποινίδα με το λευκό πουκάμισο. Λες και δεν υπήρχαν άλλες σκέψεις να κάνει, παρά να ασχοληθεί με την ματαιότητα της φούσκας ονείρου που είχε πλάσει για τον εαυτό της. Αυτό το συναίσθημα ανέμελης ερωτευμένης που καθιερώνεται στα μάτια της λες και της ανήκεις. Τρία χρόνια μπαινόβγαινε στο κατάστημα αντικέ για να εμπλουτίσει την συλλογή του. Ένα πάθος για παλιά αντικείμενα, παλιές σκέψεις. Ένα έπιπλο ήταν πιο σημαντικό εάν είχε χρησιμοποιηθεί και δεχτεί την φροντίδα μιας ψυχής. Τα μάτια του Λύκου έπεσαν πάνω στο τζάμι με την εσωτερική γωνία της βιτρίνας να δημιουργεί μια παράξενη σκιά στο υποφωτισμένο εργαστήριο. Πλησίασε. Ήταν μια παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία, μια γυναίκα άγνωστη και όμορφη. Ένα ρεύμα αέρος πάγωσε το πιγούνι του κάνοντάς τον να νιώσει ότι τον είχαν αγγίξει κάμποσες μύγες μα δεν υπήρχε καμία. Μια ανάμνηση χαμένης ελπίδας του θύμισε η ασπρόμαυρη φωτογραφία. Την αγόρασε και σκέφτηκε ότι θα ήταν κατάλληλη για το εσωτερικό ενός συρταριού που σπάνια άνοιγε καθώς ανοιγόκλεινε δύσκολα και έτριζαν οι γωνίες του. Η Νταίζη τον κοίταξε μια τελευταία φορά και ένιωσε η ξεγνοιασιά του να ξαναχάνεται και να του ορμά μια δόση αγανάκτησης. Άλλη θέλω σκέφτηκε αλλά χάνεται σαν μια σταγόνα νερού στον ήλιο. Έξω ο πάγος σε έκανε να νιώθεις μια εσωτερική σκληρή ζέστη. Το σώμα προσπαθούσε να αντεπεξέλθει στην ρουτίνα του καιρού. Πότε είχε χαμογελάσει τελευταία ο Λύκος; Θυμήθηκε τα λευκά της καλσόν με τις κόκκινες βούλες. Αυτός δεν ήθελε κανέναν. Σήμερα ήταν ψυχρός, αύριο μπορεί να ζεσταινόταν η ψυχή του αλλά μόνο για λίγο. Κάθε καινούργια πρόσκληση και επιλογή μικρής νεράιδας ήταν δανεική, για αυτήν πάντα, γιατί ο Λύκος ξεκαθάριζε στον εαυτό του ότι μία μόνο είχε σημασία. Βέβαια αυτό δεν το ψιθύριζε στο αυτή της κοπελιάς, αυτή άκουγε άλλα πράγματα. Μετά ακολουθούσαν ο εμπαιγμός, τα παρακάλια, αλλά αυτός εφάρμοζε μια τακτική σιωπής. Εάν ήταν σοβαρή η περίπτωση της κοπελιάς μπορεί να διαρκούσαν και δύο χρόνια τα παρακάλια της για αιώνια τωρινή ευτυχία. Αλλά πως; Ήταν άνθρωπος που του άρεσαν τα βήματα ο Λύκος. Μόνο η Πασμίνα είχε λιμνάσει στο μυαλό του και εκεί ήθελε να μείνει. Δικός του ο λογαριασμός όσο κι αν έπεφτε για την περίπτωσή της. Ένιωθε ζωντανός χάρη σε αυτήν και της παραξενιές της. Μια απρόσιτη συμπεριφορά που κυβερνούσε τους πάντες.......